Όπως κάθε χρόνο, έτσι κι εφέτος η τάξη του Στίλη Τριφύλη, έκανε την
διήμερη φθινοπωρινή εκδρομή της στο βουνό. Τα παιδιά περίμεναν την πρώτη
αυτή εκδρομή της σχολικής χρονιάς με πολύ χαρά. Είχαν τόσα πολλά να
διηγηθούν από τις καλοκαιρινές τους διακοπές, που τις περισσότερες φορές
τους έβρισκε το πρωί ξάγρυπνους, πλάι στη μεγάλη φωτιά που συνήθιζαν να
ανάβουν έξω από τη σκηνή τους.
Η τρελοπαρέα του Στίλη είχε καθίσει γύρω από τη φωτιά λέγοντας «νυχτερινές» ιστορίες
και αστεία. Ο Πάκης Γαβράκης…όπως πάντα μονοπωλούσε την κουβέντα,
κάνοντας ωστόσο τα παιδιά να γελάνε με τα αστεία του.
Αυτή τη βραδιά ο Πάκης είχε
κολλήσει με τις ινδιάνικες ιστορίες. Είχε μάλιστα μαζί του πάνω από
τριάντα ινδιάνικες μικρές φιγούρες που τις είχε στήσει γύρω- γύρω από τη
φωτιά. Ήταν μια ολόκληρη φυλή. Η φυλή των τριφυλλιών.
«Ξέρετε πως λέγεται
η μπανάνα στα Ινδιάνικα;» ρώτησε ο Πάκης… «χα. χα .χα. Χλωμό Αγγούρι»,
απάντησε μόνος του ξεσπώντας σε γέλια. «και…το νεογέννητο κοτοπουλάκι;
Χα .χα .χα. Σπασμένο Αβγό»
«Και…πως λέγεται στα ινδιάνικα αυτός που λέει χαζομάρες;» ρώτησε η Μάϊρα;.
«Βλαμμένος Πάκης» πετάχτηκε ο Στίλης κάνοντας τα παιδιά να ξεκαρδιστούν στα γέλια.
«Αμάν
πια βρε Πάκη, μας έχεις τρελάνει με τα αστεία σου. Πες μας κάτι πιο
ενδιαφέρον, μια ιστορία ίσως…» συμπλήρωσε ο Μιχαήλος κρατώντας την
κοιλιά του από τα πολλά γέλια.
«Ωραία
λοιπόν…» είπε σοβαρός ο Πάκης. «Θα σας πω τι θα κάνουμε! Θα καλέσουμε
τα πνεύματα του δάσους. Αυτά έχουν να μας πουν πολλές και ενδιαφέρουσες
ιστορίες. Ξέρω πως γίνεται, το έχω διαβάσει σ’ ένα βιβλίο της αδελφής
μου που γράφει ινδιάνικες ιστορίες. Είναι πολύ απλό… θα κάνουμε ένα
κύκλο γύρω από τη φωτιά, θα πιαστούμε χέρι-χέρι, θα συγκεντρωθούμε πάνω στη φλόγα, και θα…. καλέσουμε τα πνεύματα του δάσους»
«Μήπως να τους στέλναμε ένα email? Ευκολότερο και…πιο σύγχρονο μου ακούγεται» είπε γελώντας η Λέλα.
«SMS μήπως; Πέστε μου το κείμενο και γράφω» Πετάχτηκε ο Μιχαήλος βγάζοντας το κινητό από την τσέπη του.
«Ναι…
αλλά δεν ξέρουμε το τηλέφωνό τους… Πάκη; Μήπως έγραφε το νούμερο το
βιβλίο που διάβασες; Χα.. χα.. χα» μπήκε στη μέση η Μάϊρα συγκρατώντας
με κόπο τα γέλια της.
«Ναι…
κοροϊδέψτε όσο θέλετε» είπε ο Πάκης μουτρωμένος… που καθόλου δεν γέλασε
με τα αστεία των φίλων του. «Ας κάνουμε μια δοκιμή, τι έχουμε να
χάσουμε άλλωστε; Εκτός… κι αν φοβόσαστε… παλιοφοβητσιάρηδες»
«Εγώ
δεν φοβάμαι καθόλου» είπε η Μάϊρα. «Ορίστε!» είπε απλώνοντας το χέρι
της στον Πάκη, «σε ορίζουμε αρχηγό της φυλής μας. Τι όνομα θέλετε να του
δώσουμε;» στράφηκε στην υπόλοιπη παρέα.
Ο Στίλης κοίταξε σοβαρός τριγύρω, μετά έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό και… «Γελαστό φεγγάρι» είπε δυνατά. «Είσαι το Γελαστό Φεγγάρι…»
«Κι εγώ είμαι η Πονηρή Αλεπού» δήλωσε η Μάϊρα γελώντας.
«Εγώ το ….Τρελό Κουνέλι» συμπλήρωσε η Λέλα, «Κι εγώ το Πράσινο Τριφύλλι» είπε ο Στίλης και άπλωσε τα χέρια του δεξιά και αριστερά για να σχηματίσει κύκλο με τα άλλα παιδιά. «Εγώ θα είμαι το Θυμωμένο Σύννεφο» είπε ο Μιχαήλος δείχνοντας ένα μαύρο σύννεφο που
έκανε την εμφάνισή του στο στερέωμα ενώ άπλωνε κι αυτός το χέρια του
δεξιά και αριστερά προς τους φίλους του μπαίνοντας στον κύκλο.
«Εγώ…
το Γελαστό Φεγγάρι, αρχηγός της φυλής των τριφυλλιών, καλώ τα καλά
πνεύματα του δάσους να παρουσιαστούν μπροστά μου» είπε κλείνοντας τα
μάτια ο Πάκης. Το είπε με τόση σοβαρότητα… που τα παιδιά παρ’ ότι ήταν έτοιμα να ξεσπάσουν σε γέλια προσπάθησαν να συγκρατηθούν.
«Καλά πνεύματα του δάσους παρουσιαστείτε αμέσως μπροστά στον αρχηγό μας!» τα διέταξε και το…Πράσινο Τριφύλλι.
«Μπροστά στον αρχηγό… Τώρα!» είπαν με έμφαση όλοι μαζί .
Φρρρ…..φρρρρ…φρρρρ…..
ένα αεράκι σε σχήμα στρόβιλου με αέρινη ανθρώπινη μορφή και μαύρο
σκουφάκι, πέρασε πάνω από τα πρόσωπά τους, έκανε έναν κύκλο γύρω από τη
φωτιά, και…. φρρρρ….φρρρρ φύσηξε φουσκώνοντας τα μάγουλά του. Η φωτιά
τρεμόπαιξε… φούντωσε, κι έσβησε μονομιάς.
Τα παιδιά πάγωσαν. Κοίταζαν με
γουρλωμένα μάτια χωρίς να μπορούν να αρθρώσουν λέξη από το φόβο τους.
«Χάααιιιιιι παιδάκια» είπε η ανεμοφιγούρα, «με καλέσατε; Είμαι ο
Ζαβολιάρης Ανεμος» συστήθηκε παίρνοντας διάφορα σχήματα, και….. φρρρρρρ με μια κίνηση αέρινη, άρπαξε το καπέλο του Πάκη και το κρέμασε στα κλαδιά της ψηλής βελανιδιάς.
«Μα…
τι κάνεις εκεί;» διαμαρτυρήθηκε ο Πάκης ξεχνώντας προσωρινά τον τρόμο
του. «Άσε κάτω το καπέλο μου. Θέλω το καπέλο μου, φέρτο μου γρήγορα»
«Φρρρρρρ,
χαχαχα» γέλασε ο άνεμος και με μια αστραπιαία κίνηση σήκωσε το σακίδιο
της Μάϊρας που βρισκόταν έξω από τη σκηνή, το ανέβασε ψηλά, το
στροβίλισε σαν νάταν χάρτινο, και το άφησε να πέσει πάνω σε ένα θάμνο με
αγκαθωτά φύλλα.
«Μηηηη…
το σακίδιό μου» φώναξε η Μάϊρα «Πως θα το πάρω από εκεί… Δεν μπορώ να
το πάρω, έχει αγκάθια δεν το βλέπεις; Φύγε, δεν σε θέλουμε εδώ, αντε
ουστ, ουστ!» του είπε προσπαθώντας να το διώξει αλλά τα μικρά της
χεράκια περνούσαν μέσα από τον… άνεμο σκορπώντας τον.
«Μη φοβάστε. Οφθαλμοαπάτη είναι.» είπε ο Στίλης που δεν πίστευε στα μάτια του. «Μια οφθαλμοαπάτη που τη βλέπουμε όλοι μαζί»
«Και
το καπέλο μου; Πως βρέθηκε κρεμασμένο στα κλαδιά;» αποκρίθηκε ο Πάκης.
«Δεν είναι οφθαλμοαπάτη, έχουμε έναν επισκέπτη και μάλλον πρέπει να
σκεφτούμε πως θα τον στείλουμε πίσω γρήγορα»
«Φρρρρρ….φρρρρ…..
Σε γελάσανε που θα φύγω τόσο γρήγορα» είπε ο άνεμος και τράβηξε τα
μαλλιά του Πάκη σηκώνοντας τα προς τα πάνω, «φρρρρρ….φρρρρ… εσείς με
καλέσατε και πρέπει να με φιλέψετε κάτι. Φρρρρ….φρρρρρ» είπε αρπάζοντας
τα μπισκότα από το τραπεζάκι πλάι στη σβησμένη φωτιά…. «Φρρρ….φρρρρ…..
Διψάω» είπε, και φύσηξε με δύναμη προς το σύννεφο που βρισκόταν πάνω από
τα κεφάλια τους. Μια δυνατή βροχή άρχισε να πέφτει ξαφνικά. Τα παιδιά
έτρεξαν προς τη σκηνή, ο άνεμος όμως τους ακλούθησε, μπήκε μέσα στη
σκηνή, και άρχισε να την κουνάει δυνατά….
«Μη… μη το κάνεις αυτό σε παρακαλώ» φώναξε ο Στίλης. «Πρέπει να γυρίσεις πίσω. Ένα αστείο κάναμε» είπε στον απρόσμενο Ζαβολιάρη που είχε ήδη στρογγυλοκαθίσει στο κέντρο της σκηνής.
«Φρρρρρ……φρρρρρρ….. Θα φύγω….όμως θα σας δείξω πρώτα το χωριό μου» είπε και πήρε βαθιά ανάσα…
Ααααααααααα!!! Φώναξαν όλα μαζί τα παιδιά καθώς ένας δυνατός στρόβιλος τους τύλιξε μέσα του. Αααααααααα!!! Ο ένας
μετά τον άλλο προσγειώθηκαν μαλακά-μαλακά πάνω στο χώμα. Κοίταξαν γύρω
τους με απορία. Βρίσκονταν σε ένα αληθινό Ινδιάνικο χωριό. Γύρω - γύρω
ινδιάνικες σκηνές ήταν στημένες κυκλικά και στη μέση του τεράστιου
κύκλου βρισκόταν μια μεγάλη αναμμένη φωτιά.
«Βρε
καλώς τους!» ακούστηκε φιλική, αλλά και βροντερή, η Φωνή του Μεγάλου
αρχηγού. Φορούσε στο κεφάλι του τεράστια χρωματιστά φτερά, και στο χέρι
του κρατούσε ένα περίεργο όπλο που έμοιαζε με τσεκούρι. Ήταν ψηλός
σωματώδης και τρομαχτικός. Τα παιδιά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Σίγουρα
δεν ήταν όνειρο. Δεν μπορεί να έβλεπαν όλοι το ίδιο όνειρο άλλωστε.
«Είμαι το Μεγάλο Νερό, ο αρχηγός της φυλής των Τριφυλλιών. Άκουσα πως… κάποιος με το όνομα «Γελαστό Φεγγάρι» θέλει να μου πάρει τη θέση. Είναι αλήθεια;»
«Φρρρρρ….φρρρρ….
αλήθεια είναι Μεγάλε Αρχηγέ. Αυτός εκεί είναι» είπε ο Άνεμος
σκανταλιάρικα δείχνοντας τον Πάκη. «Σίγουρα θέλει να σου φάει τη θέση.
Γι αυτό σου τον έφερα εδώ φρρρρρ….φρρρρρρρ»
«Όχι..
όχι, δεν είναι αλήθεια Μεγάλο Νερό… Εγώ…. Εγώ δεν θέλω να σου πάρω τη
θέση, ένα παιδάκι είμαι» απολογήθηκε τραυλίζοντας ο Πάκης. «Ζαβολιάρης
είσαι… και ψεύτης επίσης» στράφηκε προς τον άνεμο.
«Ναι… έτσι είναι» πετάχτηκε ο Στίλης. «Ένα παιχνίδι ήταν… Κανείς δεν θέλει να πάρει τη θέση κανενός»
«Εσύ
είσαι το Πράσινο Τριφύλι;» ρώτησε ο αρχηγός. «Ννν….ναι» αποκρίθηκε
διστακτικά ο Στίλης. «Να σας συστήσω με τους φίλους μου…. Τρελό
κουνέλι, Πονηρή Αλεπού, Θυμωμένο Σύνεφο…. Χαι…..χαίρω πολύ κύριε… Νερό»
συμπλήρωσε με ευγένεια και απλωσε το χέρι του προς τον αρχηγό.
Το Μεγάλο Νερό τον κοίταξε καλά-καλά χωρίς καμμία έκφραση.
«Αααα… Πολύ ωραία» απάντησε. «Θα γίνετε μια υπέροχη σούπα. Λατρεύω τις σούπες από λευκό παιδικό κρέας…Πω.. πω μου τρέχουν ήδη τα σάλια. Αστραφτερή Χύτρα!» είπε και στράφηκε στη γυναίκα του. «Βάλε το καζάνι να βράζει. Έχουμε σπέσιαλ μενού σήμερα»
Σε
χρόνο μηδέν στήθηκε το καζάνι πάνω στη μεγάλη φωτιά ενώ η Αστραφτερή
Χύτρα έδινε οδηγίες στον Πλουμιστό Σκούφο το μάγειρα του χωριού.
Τα
παιδιά άρχισαν να τρέμουν, αχ βρε Πάκη με τις ιδέες σου. Βρέθηκαν στα
καλά καθούμενα υποψήφιοι μεζέδες. Αχ, βρε Πάκη με τις ιδέες σου!
«Φρρρρ….Μια
στιγμή Μεγάλε Αρχηγέ» μίλησε ξαφνικά ο Άνεμος. «Πάντα ήσουν δίκαιος με
τους ξένους. Πρέπει λοιπόν να τους δώσεις μια ευκαιρία. Δεν μπορούμε να τους φάμε χωρίς να έχουν την δυνατότητα να αποδείξουν ότι είναι αθώοι. Βάλε τους ένα γρίφο, κι αν τα πνεύματα του δάσους βοηθήσουν να τον λύσουνε, τότε θα τους αφήσουμε ελεύθερους. Αν όμως δεν βρούνε την απάντηση….. σλουρπ! Θα φάμε καλά, πολύ- πολύ καλά! Φρρρρ….»
Το
Μεγάλο Νερό έξυσε το κεφάλι του μαζί και τα τεράστια φτερά, κι αρχισε
να σκέφτεται την πρόταση του Ζαβολιάρη Άνεμου. Τα παιδιά τον κοιτούσαν
με αγωνία.
«Δίκιο
έχεις» είπε τέλος ο αρχηγός. «Όλοι δικαιούνται μια ευκαιρία… Φώναξε
γρήγορα το Σοφό Άστρο και πες του να φέρει το βιβλίο των γρίφων» διέταξε ο αρχηγός το Ζαβολιάρη Άνεμο.
« Τζούμι, τζούμι, τζίνο
ένα βραστό θα γίνεις
λαχταριστό και φίνο,
Τζούμι, τζούμι, τζάκια
πατάτες φασολάκια
θα βάλω στο καζάνι
μαζί
με τα παιδάκια…» τραγουδούσε η Αστραφτερή Χύτρα, και κοιτούσε με
λαιμαργία τα παιδιά που στέκονταν στην άκρη τρέμοντας από φόβο.
Πέρασαν
μερικά λεπτά, που στα παιδιά φάνηκαν ώρες, ώσπου Το Σοφό Άστρο
κατέφθασε κρατώντας στο χέρι του το τεράστιο Βιβλίο των γρίφων.
«Μμμμ….
Για να δούμε πόσο έξυπνοι είστε μικροί επισκέπτες» είπε με καλοσύνη το
Σοφό Άστρο. «Θα σας βάλω ένα εύκολο γρίφο. Αν τον απαντήσετε θα
επιστρέψετε πίσω στη σκηνή σας. Αν όχι… θα γίνετε ένα ωραιότατο γεύμα.
Είστε έτοιμοι;»
Τα
παιδιά τον κοίταξαν με ελπίδα. Φαινόταν καλός και τους υποσχέθηκε πως ο
γρίφος θα ήταν εύκολος. Πήραν μια βαθιά ανάσα και πιάστηκαν χέρι-χέρι.
«Ναι Σοφό Άστρο» απάντησαν όλοι μαζί.
«Ένας λευκός βάζει στοίχημα με τον γείτονά του ότι ο σκύλος του μπορεί να πηδήξει ψηλότερα από ένα σπίτι. Ο Γείτονας σκέφτεται,
παρατηρεί τον μικρόσωμο σκύλο, και είναι βέβαιος ότι κάτι τέτοιο δεν
είναι δυνατόν. Βάζει το στοίχημα αλλά το χάνει!... Τι συνέβη;»
Ο Πάκης κοίταξε το Στίλη, η Λέλα το Μιχαήλο, και η Μάιρα τον Πάκη.
Μα…πως μπορεί ένας σκύλος να πηδήξει ψηλότερα από ένα σπίτι; Μήπως το Σοφό Άστρο τους έκανε πλάκα;
«Λοιπόν;» ακούστηκε η βροντερή φωνή του Μεγάλου Νερού. «Τι έχεις να πεις Γελαστό Φεγγάρι που είσαι και ο αρχηγός;»
«Εγώ…
Μεγάλο Νερό» είπε ο Πάκης ξεροκαταπίνοντας. «…ένα αστείο έκανα μόνο με
τους φίλους μου. Δεν είναι σωστό να μας φάτε, άλλωστε οι ινδιάνοι είναι
σοφοί, δεν τρώνε ανθρώπους, μήπως… είσαι όνειρο;» είπε με θάρρος
το…Γελαστό φεγγάρι κάνοντας ένα γενναίο βήμα μπροστά…
«Φρρρρρ…..φρρρρρ…..φρρρρρ…..
χαχαχαχαχα» ακούστηκε το βροντερό γέλιο του Ζαβολιάρη Άνεμου. «φρρρρρ…
είσαι πολύ θαρραλέος μικρό αγόρι. Και βέβαια είναι όνειρο, είναι ένα
αστείο των πνευμάτων του δάσους, ένα αστείο σαν το δικό σας, φρρρρρ….φρρρρρ….» είπε και τυλίγοντας τους μέσα σε ένα καινούργιο στρόβιλο τους μετέφερε ξανά πλάι στη φωτιά τους που εξακολουθούσε να ανάβει.
«Ουαου!!!»
φώναξαν όλοι μαζί ανακουφισμένοι. «Ζήτω το Γελαστό Φεγγάρι» είπαν και
χειροκρότησαν τον Πάκη που τους κοιτούσε σαν χαμένος.
«Φρρρρ…Βλέπεις
λοιπόν ότι και τα πνεύματα του δάσους έχουν χιούμορ;» του είπε ο
Ζαβολιάρης Άνεμος που ήταν ακόμα εκεί. «Θα σε συμβούλευα όμως να μην
ξαναπαίξεις μαζί τους, γιατί μερικές φορές έχουν τα νεύρα τους και τότε
δεν θα είναι τόσο φιλικά μαζί σας. Οκ; … Όσο για το γρίφο του Σοφού
Άστρου…. Η απάντηση είναι απλή… Ένας σκύλος μπορεί να πηδήξει ψηλότερα
από ένα σπίτι, γιατί απλούστατα… ένα σπίτι δεν πηδάει… χα.χα.χα.χα
φρρρρρρρρρ» γέλασε ο Ζαβολιάρης Άνεμος και χάθηκε χαρούμενος μέσα στα πυκνά φυλλώματα των δέντρων φρρρρ…..φρρρρρ…..φρρρρρ!